Γράφει ο Δρ. Adam Taleb, Επεμβατικός Καρδιολόγος & Διευθυντής Τμήματος Σύμπλοκης Στεφανιαίας Νόσου – Χρονίων Ολικών Αποφράξεων (CTO), Δομικών Καρδιοπαθειών και Πνευμονικής Αγγειοπλαστικής Ιατρικό Κέντρο Αθηνών.
Τι είναι η καρδιακή ανεπάρκεια;
Η ομαλή λειτουργία της καρδιάς είναι θεμελιώδης για τη διατήρηση της φυσιολογικής λειτουργίας του συνόλου των οργάνων του ανθρωπίνου σώματος, αφού παρέχει το απαραίτητο οξυγόνο και τα θρεπτικά συστατικά μέσω της κυκλοφορίας του αίματος.
Όταν η καρδιά αδυνατεί να καλύψει τις μεταβολικές ανάγκες του σώματος και ως αντλία να προωθήσει την απαιτούμενη ποσότητα αίματος, η κατάσταση αυτή ορίζεται ως καρδιακή ανεπάρκεια. Υπάρχουν δύο τύποι καρδιακής ανεπάρκειας, ανάλογα με τη συστολική λειτουργικότητα της καρδιάς. Αν το κλάσμα εξωθήσεως της καρδιάς παραμένει φυσιολογικό, χαρακτηρίζεται ως διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια (Heart Failure withpreserved Ejection Fraction), ενώ αν είναι το κλάσμα εξωθήσεως είναι μειωμένο (<40%), τότε χαρακτηρίζεται ως συστολική καρδιακή ανεπάρκεια (Heart Failure with reduced Ejection Fraction).
Επίσης, η καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να εμφανιστεί οξέως, όπως για παράδειγμα σε έναν ασθενή με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, ή μπορεί να είναι σταθεροποιημένη με φαρμακευτική αγωγή για χρόνια, και ονομάζεται χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια. Είναι μια κατάσταση δυναμική, αφού ο ασθενής ανά πάσα στιγμή μπορεί να απορρυθμιστεί και να απαιτηθεί αλλαγή στην φαρμακευτική αγωγή ή ακόμα και εισαγωγή στο νοσοκομείο.
Ποια είναι τα αίτια της καρδιακής ανεπάρκειας;
Τα κυριότερα αίτια εμφάνισης της καρδιακής ανεπάρκειας είναι η στεφανιαία νόσος, δηλαδή η παρουσία στενώσεων στις αρτηρίες που τροφοδοτούν με αίμα την καρδιά, η χρονίως αυξημένη αρτηριακή πίεση (μη ελεγχόμενη αρτηριακή υπέρταση), η μη ελεγχόμενη κολπική μαρμαρυγή και η παρουσία βαλβιδοπάθειας, όπως η στένωση ή η ανεπάρκεια της αορτικής ή της μιτροειδούς βαλβίδας της καρδιάς.
Επιπρόσθετα, ο σακχαρώδης διαβήτης, το κάπνισμα και η παχυσαρκία σχετίζονται άμεσα με την καρδιακή ανεπάρκεια, αφού είναι καταστάσεις που επιτείνουν τη στεφανιαία νόσο και επιβαρύνουν το καρδιαγγειακό σύστημα ως σύνολο. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος όταν συνδυάζονται περισσότεροι από ένας παράγοντες κινδύνου. Σπανιότερα αίτια πρόκλησης καρδιακής ανεπάρκειας είναι μετά από μυοκαρδίτιδα, περιγεννητική μυοκαρδιοπάθεια, από νόσους διηθητικές όπως η αμυλοείδωση, από νόσους του συνδετικού ιστού, φαρμακευτικής αιτιολογίας (κυρίως από καρδιοτοξικά χημειοθεραπευτικά φάρμακα) και από την κατάχρηση ουσιών (μεθαμφεταμίνες, κοκαΐνη, κα). Άτομα τα οποία πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια χρειάζονται τακτική παρακολούθηση από καρδιολόγο.
Άτομα με συμπτώματα της πάθησης πρέπει να εξετάζονται, καθώς η πρόληψη είναι σημαντική για την ολοκληρωμένη προστασία του καρδιαγγειακού συστήματος.
Ποια τα συμπτώματα;
Τα συνηθέστερα συμπτώματα που παρουσιάζουν οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια είναι δύσπνοια, αρχικά με την κόπωση, αλλά στη συνέχεια ακόμα και κατά την ξεκούραση, οίδημα στα κάτω άκρα και στην κοιλιά, αύξηση σωματικού βάρους και εύκολη κόπωση. Αυτά τα συμπτώματα αφορούν τις περιπτώσεις ασθενών με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, όπου η μειωμένη καρδιακή λειτουργία εμφανίζεται σταδιακά και οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί του σώματος προσπαθούν με αντισταθμιστικά μέτρα να διορθώσουν το πρόβλημα.
Τι είναι η οξεία και η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια;
Όταν εμφανίζεται οξέως και αφορά την αριστερή κοιλία της καρδιάς, τότε οι ασθενείς έχουν χαμηλή αρτηριακή πίεση (υπόταση) και νιώθουν ορθόπνοια, δηλαδή έντονη δύσπνοια στην κατάκλιση, λόγω της εναπόθεσης υγρών στους πνεύμονες, και χαρακτηρίζεται ως συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Αν αφορά τη δεξιά κοιλία, τότε χαρακτηρίζεται και ως δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια, και εμφανίζεται με υπόταση και πρήξιμο των ποδιών.
Σε ασθενείς με τελικού σταδίου καρδιακή ανεπάρκεια επηρεάζεται και η λειτουργία των υπολοίπων οργάνων του σώματος, όπως το ήπαρ και τα νεφρά, με μείωση της παραγωγής ούρων και την κατακράτηση υγρών.
Πως γίνεται η διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας;
Η διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας τίθεται αρχικά με την κλινική εξέταση του ασθενούς. Το αναφερόμενο ιστορικό σε συνδυασμό με την παρουσία υγρού στους πνεύμονες κατά την ακρόαση και την παρουσία οιδήματος (πρήξιμο) στα πόδια, βάζουν την υποψία.
Η επιβεβαίωση γίνεται με την διενέργεια triplex καρδιάς, όπου πιστοποιείται η υπολειπόμενη καρδιακή λειτουργία και εντοπίζεται αν η ανεπάρκεια αφορά την αριστερή ή την δεξιά κοιλία, ενώ από τις αιματολογικές εξετάσεις μετριέται το νατριουρητικό πεπτίδιο τύπου Β (BNP), που τυπικά είναι αυξημένο.
Στη συνέχεια πραγματοποιείται διερεύνηση του αιτίου και ταυτόχρονα ξεκινά η φαρμακευτική αντιμετώπιση. Στη διερεύνηση βασική θέση έχει η διενέργεια στεφανιογραφίας για αποκλεισμό ή επιβεβαίωση της στεφανιαίας νόσου ως αιτία της καρδιακής ανεπάρκειας.
Επίσης, γίνεται χρήση holter ρυθμού για διερεύνηση ύπαρξης αρρυθμιών καθώς και έλεγχος θυρεοειδικής λειτουργίας.
Πως θεραπεύεται η καρδιακή ανεπάρκεια; Ποια η κατάλληλη θεραπεία για αντιμετώπιση;
Η θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας σχετίζεται άμεσα με το αίτιο που την προκαλεί. Σε περίπτωση ισχαιμικής αιτιολογίας, δηλαδή στεφανιαίας νόσου, επιχειρείται πλήρης επαναιμάτωση είτε με αγγειοπλαστική (μπαλονάκι και stent) είτε με bypass, ενώ ταυτόχρονα χορηγείται κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή με β-αποκλειστές, αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης, στατίνη και ασπιρίνη.
Νεώτερα φάρμακα όπως οι αναστολείς υποδοχέων αγγειοτενσίνης – αναστολείς νεπριλυσίνης (ARNi) και οι αναστολείς συμμεταφορέα γλυκόζης-νατρίου 2 (SGLT2) βοηθούν σημαντικά στη σταθεροποίηση της νόσου και στη βελτίωση της καρδιακής λειτουργίας.
Παράλληλα πραγματοποιείται διούρηση για μείωση του ενδαγγειακού όγκου και της αφαίρεσης της περίσσειας υγρού από το σώμα με διουρητικά φάρμακα. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία βοηθά σημαντικά τα συμπτώματα και την ποιότητα ζωής του ασθενούς, καταπολεμώντας ριζικά τα αίτια.
Επίσης, ανάλογα με την αιτία της καρδιακής ανεπάρκειας υπάρχουν και εξειδικευμένα φάρμακα που στοχεύουν στη θεραπεία του αιτίου, αμβλύνοντας την τοξική επίδρασή του στην καρδιά. Κριτικό ρόλο στη θεραπεία αποτελούν οι αλλαγές στη δίαιτα του ασθενούς, καθώς και στον συνολικό τρόπο ζωής του. Το αλάτι πρέπει να αποφεύγεται, γιατί οδηγεί στην κατακράτηση νερού και στην αύξηση του ενδαγγειακού όγκου, επιβαρύνοντας την καρδιακή λειτουργία.
Παράλληλα, πρέπει να ελέγχεται αυστηρά η ποσότητα υγρών που καταναλώνονται από τον ασθενή καθημερινά, με το νερό να περιορίζεται σε λιγότερο από 1.5 lt ημερησίως. Τροφές που περιέχουν μεγάλες ποσότητες καλίου πρέπει να περιορίζονται σε ασθενείς με επηρεασμένη νεφρική λειτουργία, καθώς σε συνδυασμό με την φαρμακευτική αγωγή μπορούν να οδηγήσουν σε υπερκαλιαιμία και σοβαρές αρρυθμίες.
Σε ποια ηλικία μπορεί να παρουσιαστεί;
Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι κατά βάση νόσος των ηλικιωμένων. Από τη μελέτη Framingham είναι γνωστό ότι η καρδιακή ανεπάρκεια διαγιγνώσκεται σε 8 από τα 1000 άτομα ηλικίας 50 – 59 ετών και ο αριθμός αυτός αυξάνεται σε 66 άτομα στα 1000 ηλικίας 80 – 89 ετών.
Βέβαια, μπορεί να εμφανιστεί και σε νεαρότερες ηλικίες, όπου η αιτία συνήθως είναι ιογενής μυοκαρδίτιδα, οικογενής διατατική μυοκαρδιοπάθεια ή περιγεννητική μυοκαρδιοπάθεια.
Η καρδιακή ανεπάρκεια έχει σοβαρή επίπτωση στο προσδόκιμο επιβίωσης, ενώ πολλά καρδιαγγειακά συγγενή νοσήματα χρήζουν άμεση θεραπεία για να διασφαλιστεί η ασφάλεια του ασθενούς.
Ανάλογα με το πόσο συμπτωματικός είναι ένας ασθενής κατηγοριοποιείται στις τέσσερις ομάδες της New York Heart Association classification, με τους πλέον συμπτωματικούς στην 4η ομάδα, ενώ τους ασυμπτωματικούς στην 1η ομάδα. Η νοσηρότητα και το προσδόκιμο επιβίωσης διαφέρουν πολύ ανάμεσα στις ομάδες, με την αντιμετώπιση της πάθησης να διαφέρει ανάλογα με τη φύση του εκάστοτε περιστατικού.
Παρόλες τις εξελίξεις στην φαρμακευτική αγωγή και στην καλύτερη αντιμετώπιση της στεφανιαίας νόσου, η επιβίωση των συμπτωματικών ασθενών 4ηςομάδας στην ταξινόμηση κατά NYHA παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή, κάτω του 40%, ενώ η επιβίωση των ασθενών της πρώτης και δεύτερης ομάδας στο ίδιο διάστημα είναι περίπου 80%.