Τι είναι η μαγνητική καρδιάς;
Τα τελευταία χρόνια με την εξέλιξη της τεχνολογίας έχει γίνει εφικτή η απεικόνιση της καρδιάς με λεπτομέρεια που επιτρέπει την πιο έγκαιρη διάγνωση και τον καλύτερο σχεδιασμό για τη θεραπευτική αντιμετώπιση. Η υπερηχοκαρδιογραφία αποτέλεσε την πρωταρχική μέθοδο απεικόνισης της καρδιάς σε δυο διαστάσεις και αποτελεί την πλέον διαδεδομένη απεικονιστική εξέταση σήμερα.
Η μαγνητική τομογραφία ήρθε να διευρύνει τη δυνατότητα μορφολογικής και λειτουργικής αξιολόγησης της καρδιάς, βοηθώντας στη διάγνωση τόσο της ισχαιμικής όσο και της μη ισχαιμικής μυοκαρδιοπάθειας αλλά και της μυοκαρδίτιδας. Η απεικόνιση της καρδιάς είναι μία από τις πλέον σημαντικές απεικονιστικές τεχνικές, καθώς μας επιτρέπει να εντοπίσουμε πιθανές ανωμαλίες
Η μαγνητική καρδιάς αποτελεί τη μέθοδο εκλογής για τη λειτουργικότητα του μυοκαρδίου αλλά κυρίως για τη δομική ακεραιότητα των ιστών της, και συγκεκριμένα την ανατομία των καρδιακών κόλπων και κοιλιών καθώς και τη σύσταση του τοιχώματος (ύπαρξη ινώδους ή κοκκιωματώδους ιστού, λέπτυνση, εναπόθεση σιδήρου ή πρωτεϊνών). Η μαγνητική τομογραφία καρδιάς είναι μια από τις κυρίαρχες εξετάσεις απεικόνισης των στεφανιαίων αρτηριών και των μεγάλων αγγείων.
Συνήθως, οι ασθενείς που παραπέμπονται για μαγνητική είναι αυτοί με προχωρημένη και σύμπλοκη νόσο, που ήδη έχουν υποβληθεί σε διαθωρακικό υπέρηχο και είναι αναγκαία η περαιτέρω διερεύνησή τους με στόχο τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου. Παθήσεις όπως η στεφανιαία νόσος μπορούν σήμερα να εντοπισθούν έγκαιρα, με μεγαλύτερη ευκολία χάρη στις σύγχρονες τεχνικές για διάγνωση που διαθέτουμε.
Πώς γίνεται η μαγνητική καρδιάς;
Τα απαραίτητα μηχανήματα και η εμπειρία στη γνωμάτευση των μελετών αυτών είναι διαθέσιμα σε νοσοκομειακές δομές και μεγάλα διαγνωστικά κέντρα. Για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια μελέτη απαιτείται ένας μαγνητικός τομογράφος τουλάχιστον 1.5 Tesla και λαμβάνονται εικόνες σε διάφορες ακολουθίες ανάλογα με τη διαφορική διάγνωση.
Επίσης, για τη διερεύνηση συγκεκριμένων παθήσεων και την αξιολόγηση ύπαρξης ουλής ή ίνωσης στο μυοκάρδιο, γίνεται χρήση ειδικής σκιαγραφικής ουσίας, του γαδολινίου. Η διάρκεια λήψης των τομών είναι σχετικά μεγάλη και πολλές φορές απαιτεί τον συντονισμό της αναπνοής του ασθενούς.
Συνολικά, η εξέταση διαρκεί από 45 λεπτά έως μία ώρα. Η παρουσία αρρυθμιών και η αδυναμία ελέγχου της αναπνοής αποτελούν περιοριστικούς παράγοντες για την τελική ποιότητα των εικόνων.
Κατά τη διάρκεια της εξέτασης, ο ασθενής θα πρέπει να παραμείνει ξαπλωμένος, σε ακινησία. Ενδέχεται να αισθανθεί μια ήπια αυξηση της θερμοκρασίας, τοπικά.
Προγραμματίστε σήμερα το ραντεβού σας
Ποιες είναι οι ενδείξεις για τη διενέργεια μαγνητικής καρδιάς;
Η μαγνητική συστήνεται για τη διερεύνηση ισχαιμίας, ύπαρξη βιωσιμότητας, φλεγμονής, εναπόθεσης σιδήρου ή αμυλοειδούς, καθώς και για τον έλεγχο του περικαρδίου, την παρουσία όγκων και βαλβιδικών παθήσεων (στένωσης ή ανεπάρκειας). Σε ασθενείς που ελέγχονται για την παρουσία στεφανιαίας νόσου, λαμβάνονται εικόνες τόσο σε ηρεμία όσο και μετά από φαρμακευτική κόπωση (με δοβουταμίνη ή αγγειοδιασταλτικούς παράγοντες), όπου μελετάται η κινητικότητα των τοιχωμάτων καθώς και η αιμάτωσή τους.
Σε ασθενείς με υποψία μη ισχαιμικής αιτιολογίας μυοκαρδιοπάθεια, η μαγνητική συνήθως ακολουθεί το διαθωρακικό υπέρηχο για τη διερεύνηση της αιτιολογίας της πάθησης, καθώς επίσης και για τον έλεγχο της βιωσιμότητας των τοιχωμάτων. Ασθενείς με ύπαρξη ουλής μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου θα πρέπει να υποβληθούν σε απεικονιστικές τεχνικές για τη διασφάλιση της ομαλής επούλωσης.
Στις περιπτώσεις μυοκαρδίτιδας, η μαγνητική τομογραφία εκτός από τη διάγνωση βοηθά και στην ποσοτικοποίηση της έκτασης της βλάβης και στην παρουσία οιδήματος, στοιχεία απαραίτητα για την παρακολούθηση της εξέλιξης της. Πρόκειται για μια από τις ασφαλέστερες τεχνικές για τη διάγνωση καρδιολογικών παθήσεων που διαθέτει στη φαρέτρα του ο σύγχρονος καρδιολόγος.
Η αξία της μαγνητικής είναι ιδιαίτερη για τη διάγνωση νόσων του περικαρδίου όπως η χρόνια περικαρδίτιδα, η συμπιεστική περικαρδίτιδα, η συγγενής έλλειψη του περικαρδίου καθώς και στη διερεύνηση όγκων ή μαζών που διηθούν το περικάρδιο ή αφορούν τις κοιλότητες της καρδίας. Μπορεί να δώσει πληροφορίες για τη σύσταση του ιστού μίας μάζας και την αιμάτωσή της, που βοηθούν στην τελική διάγνωση.
Τέλος, είναι καθοριστική η συμβολή της μαγνητικής στη διάγνωση και παρακολούθηση ασθενών με συγγενείς καρδιοπάθειες τόσο αρχικά όσο και μετά από χειρουργικές ή διαδερμικές επεμβάσεις, όπως η τετραλογία Fallot, η παρουσία μεσοκολπικού ή μεσοκοιλιακού ελλείματος και ο ανοιχτός αρτηριακός πόρος μεταξύ άλλων.
Η πιο συνηθισμένη αντένδειξη για τη διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας είναι η παρουσία μεταλλικού προθέματος ή ενδοπρόθεσης. Το μαγνητικό πεδίο που δημιουργείται μπορεί να έλξει οποιοδήποτε μεταλλικό αντικείμενο και να προκαλέσει τραυματισμό, για αυτό πρέπει να αποφεύγεται η είσοδος σε αυτά.
Οι σύγχρονες συσκευές βηματοδότησης (βηματοδότες και απινιδωτές) είναι συμβατές με τους μαγνητικούς τομογράφους και δεν αποτελούν λόγο αποφυγής της μαγνητικής, αφού ελεγχθεί η συμβατότητά τους.
Επίσης, είναι σημαντικός ο ικανοποιητικός έλεγχος των αρρυθμιών πριν τη μαγνητική, καθώς προκαλεί την παρουσία ψευδών ευρημάτων «artifacts» και μειώνει τη διαγνωστική αξία της μελέτης. Τέλος, σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού χρόνια νεφρική ανεπάρκεια αποφεύγεται η χορήγηση γαδολινίου, για την αποφυγή πρόκλησης νεφρογενούς συστηματικής σκλήρυνσης, μιας σπάνιας πάθησης όπου παρατηρείται πάχυνση τόσο του δέρματος όσο και εσωτερικών οργάνων.
Ποιο το κόστος της μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς;
Το κόστος για τη μαγνητική καρδιάς είναι μία πληροφορία που μπορεί να δοθεί μετά από επικοινωνία με τον ασθενή. Γενικά, το κόστος είναι προσιτό και η εξέταση μπορεί να προγραμματιστεί μετά από λήψη ιστορικού και συνολική αξιολόγηση.
Η μαγνητική για τη σύνθεση εικόνων της καρδιάς είναι μια μέθοδος απόλυτα ασφαλής για τον ασθενή και αποτελεί μη επεμβατικό τρόπο διερεύνησης πληθώρας καρδιολογικών παθήσεων.
Δεν υπάρχει περιορισμός όσον αφορά την επαναληψιμότητα της μελέτης, αφού δεν απαιτεί τη χρήση ακτινοβολίας ή σκιαγραφικών ουσιών που δυνητικά θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον ασθενή. Δεν απαιτείται κάποια ιδιαίτερη προετοιμασία για την εξέταση καθώς δεν χορηγείται αναισθησία και έτσι αποφεύγεται και η νοσηλεία για παρακολούθηση μετά το πέρας αυτής.