Γράφει ο Δρ. Adam Taleb, Επεμβατικός Καρδιολόγος & Διευθυντής Τμήματος Σύμπλοκης Στεφανιαίας Νόσου – Χρονίων Ολικών Αποφράξεων (CTO), Δομικών Καρδιοπαθειών και Πνευμονικής Αγγειοπλαστικής Ιατρικό Κέντρο Αθηνών.
Το μεσοκολπικό διάφραγμα αποτελεί τον υμένα που διαχωρίζει τον δεξιό από τον αριστερό κόλπο της καρδιάς, καθιστώντας ανεξάρτητες την πνευμονική από την συστηματική κυκλοφορία. Η παρουσία ελλείματος μεσοκολπικού διαφράγματος αποτελεί την πιο συχνή συγγενή ανωμαλία στους ενήλικες και συχνά είναι ασυμπτωματική έως την ενηλικίωση. Η διάγνωση του ελλείματος είναι σημαντική για την έγκαιρη αντιμετώπιση και το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον ασθενή.
Συχνότερα ανευρίσκονται τα δευτερογενή ελλείματα του μεσοκολπικού διαφράγματος, που συνήθως απαντώνται ως μεμονωμένα ευρήματα αλλά σπάνια αποτελούν μέρος ενός γενετικού συνδρόμου και συνοδεύονται από άλλα ευρήματα. Τέτοια είναι η μερική ανώμαλη εκβολή πνευμονικών φλεβών, η στένωση της πνευμονικής βαλβίδας και σπανιότερα η στένωση της μιτροειδούς βαλβίδας. Τα πρωτογενή ελλείματα απαντώνται σπανιότερα και σχεδόν στο σύνολό τους αφορούν και τις κολποκοιλιακές βαλβίδες, κάνοντας πιο πολύπλοκη την αντιμετώπισή τους.
Τι προκαλεί η παρουσία μεσοκολπικής επικοινωνίας;
Η παρουσία ελλείματος στο μεσοκολπικό διάφραγμα έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά αίματος από τον αριστερό κόλπο προς τον δεξιό, προκαλώντας σταδιακά τη διάταση του δεξιού κόλπου και της δεξιάς κοιλίας, αφού μακροχρόνια αυτή η περίσσεια αίματος στις δεξιές κοιλότητες μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση πνευμονικής υπέρτασης. Τα συχνότερα αναφερόμενα συμπτώματα είναι η δύσπνοια, η εύκολη κόπωση και η μικρή ανοχή στην άσκηση. Σε ασθενείς που δεν επιδιορθώνονται έγκαιρα τα ελλείματα αυτά, μακροχρόνια εμφανίζεται ανεπάρκεια της δεξιάς κοιλίας με μεγάλη νοσηρότητα και θνητότητα.
Υπάρχουν παράλληλα ιδιαίτερες προφυλάξεις για ανθρώπους με διαγνωσμένο μεσοκολπικό έλλειμα προτού αυτό διορθωθεί. Οι καταδύσεις (SCUBA diving) πρέπει να αποφεύγονται, καθώς μπορεί να οδηγήσουν σε παράδοξο εμβολισμό και στην εμφάνιση της «νόσου των δυτών». Επίσης, πρέπει να αποφεύγεται η άνοδος σε μεγάλα ύψη, καθώς οι ασθενείς αυτοί βρίσκονται σε κίνδυνο μεγάλης διαφυγής αίματος από τον δεξιό κόλπο στον αριστερό, που οδηγεί στη μείωση του κορεσμού του οξυγόνου.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Σε αρκετούς ασθενείς παρατηρούνται υπερκοιλιακές αρρυθμίες στο ηλεκτροκαρδιογράφημά τους και στην ακτινογραφία θώρακος διακρίνεται διάταση του δεξιού κόλπου, της δεξιάς κοιλίας και των πνευμονικών αρτηριών, που είναι σοβαρές ενδείξεις παρουσίας μεσοκολπικού ελλείματος. Η διάγνωση όμως τίθεται με το υπερηχογράφημα καρδιάς, πρωταρχικά διαθωρακικό και στη συνέχεια για καλύτερο χαρακτηρισμό με διοισοφάγειο υπερηχοκαρδιογράφημα. Η αξονική τομογραφία και η μαγνητική καρδιάς έχουν θέση στον πλήρη χαρακτηρισμό της παθολογίας και στον καταρτισμό του πλάνου θεραπευτικής αντιμετώπισης του ελλείματος.
Πώς γίνεται η σύγκλειση της μεσοκολπικής επικοινωνίας;
Η επέμβαση πραγματοποιείται υπό γενική νάρκωση, για να είναι ανεκτή από τον ασθενή, αφού απαιτείται η χρήση διοισοφαγείου υπερηχογραφήματος για την προσπέλαση του μεσοκολπικού ελλείματος καθώς και για την τοποθέτηση της «ομπρέλας» σύγκλεισης. Η προσπέλαση γίνεται από τη μηριαία φλέβα, από όπου τοποθετούνται οι καθετήρες στην καρδιά και γίνεται η προώθηση και τοποθέτηση της «ομπρέλας». Αφού ελεγχθεί ακτινοσκοπικά και υπερηχογραφικά η τοποθέτηση, γίνεται υπερηχογραφικός έλεγχος για την πλήρη σύγκλειση του τρήματος. Όταν το αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό, οι καθετήρες απομακρύνονται και ο ασθενής παραμένει για παρακολούθηση 24 ώρες. Ο ασθενής παίρνει εξιτήριο 24 ώρες μετά την επέμβαση. Αφού τοποθετηθεί η «ομπρέλα» σύγκλεισης, ο ασθενής θα παραμείνει σε αντιαιμοπεταλιακή αγωγή για 6 μήνες, μέχρι την ενδοθηλιοποίηση τη συσκευής, με έναν επαναληπτικό διαθωρακικό υπέρηχο στο μήνα μετά την επέμβαση για επανέλεγχο. Επίσης, αν απαιτηθεί ο ασθενής να υποβληθεί σε επέμβαση που είναι πιθανό να προκαλέσει βακτηριαιμία στους πρώτους έξι μήνες από την σύγκλειση, είναι απαραίτητο να λάβει προφυλακτική αντιβίωση για την αποφυγή επιμόλυνσης της «ομπρέλας».