Γράφει ο Δρ. Adam Taleb, Επεμβατικός Καρδιολόγος & Διευθυντής Τμήματος Σύμπλοκης Στεφανιαίας Νόσου – Χρονίων Ολικών Αποφράξεων (CTO), Δομικών Καρδιοπαθειών και Πνευμονικής Αγγειοπλαστικής Ιατρικό Κέντρο Αθηνών.
Το ανοιχτό ωοειδές τρήμα στους ενήλικες αποτελεί μια από τις συχνότερες συγγενείς καρδιοπάθειες (25 με 30% του πληθυσμού), που για την πλειοψηφία των ανθρώπων είναι ασήμαντη, αλλά σε κάποιους μπορεί να σχετιστεί με κρυπτογενές εγκεφαλικό επεισόδιο. Συχνά η παραμονή ανοιχτού ωοειδούς τρήματος συσχετίζεται με την ταυτόχρονη παρουσία ανευρυσματικού μεσοκολπικού διαφράγματος ή πλέγματος Chiari.
Τι συμπτώματα προκαλεί το ανοιχτό ωοειδές τρήμα;
Η πλειοψηφία των ανθρώπων με ανοιχτό ωοειδές τρήμα παραμένουν ασυμπτωματικοί καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους. Στους λίγους όμως που παρουσιάζονται συμπτώματα, το πιο δραματικό είναι το ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο λόγω παράδοξου εμβολισμού.
Από το σύνολο των ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων το 20 με 40% είναι κρυπτογενή, δηλαδή εγκεφαλικά που συμβαίνουν εν απουσία καρδιοεμβολικής αιτιολογίας (όπως η κολπική μαρμαρυγή ή η παρουσία θρόμβου στην αριστερή κοιλία ή στο ωτίο του αριστερού κόλπου) ή αθηρωματικής νόσου των μεγάλων αγγείων (αορτής ή καρωτίδων).
Σε αυτούς τους ασθενείς με κρυπτογενές εγκεφαλικό πολύ συχνά παρατηρείται ανοιχτό ωοειδές τρήμα, καθιστώντας έτσι τον παράδοξο εμβολισμό ως πιθανό μηχανισμό του εγκεφαλικού. Επίσης, η παρουσία ανοιχτού ωοειδούς τρήματος σχετίζεται με την εμφάνιση ημικρανιών σε κάποιους ασθενείς και σπανιότερα με το σύνδρομο πλατύπνοιας – ορθοδεοξίας, όπου παρατηρείται το παράδοξο της δύσπνοιας και χαμηλού κορεσμού οξυγόνου στο αίμα στην όρθια θέση που βελτιώνεται όταν ο ασθενής ξαπλώσει.
Πώς γίνεται η διάγνωση του ανοιχτού ωοειδούς τρήματος;
Οι ασθενείς που διερευνώνται είναι αυτοί που έχουν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο ή έχουν διαγνωστεί με σύνδρομο πλατύπνοιας – ορθοδεοξίας. Η διάγνωση τίθεται συνήθως με διαθωρακικό υπέρηχο καρδιάς και τη χρήση αναδευόμενου ορού ενδοφλέβια, όπου διαπιστώνεται η επικοινωνία του δεξιού κόλπου με τον αριστερό μέσω του τρήματος.
Ακόμα μεγαλύτερη ευαισθησία στη διάγνωση έχει η χρήση διοισοφαγείου υπερηχογραφήματος ή ενδοκαρδιακού υπερήχου, που αποτελούν όμως πιο παρεμβατικές μεθόδους. Είναι σημαντικό να αποκλειστεί ότι η επικοινωνία δεν οφείλεται σε έλλειμα του μεσοκολπικού διαφράγματος ή από αρτηριοφλεβική επικοινωνία στην πνευμονική κυκλοφορία.
Για να θεωρηθεί ένας ασθενής με κρυπτογενές εγκεφαλικό υποψήφιος για σύγκλειση ωοειδούς τρήματος θα πρέπει να είναι νεώτερος των 60 ετών και να παρουσιάζει ικανή διαφυγή αίματος από τον δεξιό κόλπο στον αριστερό, ιδανικά με ανευρυσματική διάταση του μεσοκολπικού διαφράγματος. Ασθενείς με αυτά τα χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τις τελευταίες μελέτες, είχαν το μεγαλύτερο όφελος μετά τη σύγκλειση του τρήματος. Ο ασθενής θα πρέπει να διερευνηθεί εκτενώς και να αποκλειστεί η παρουσία άλλης αιτίας για το εγκεφαλικό.
Πώς γίνεται η σύγκλειση;
Η επέμβαση πραγματοποιείται υπό γενική νάρκωση, για να είναι ανεκτή από τον ασθενή, αφού απαιτείται η χρήση διοισοφαγείου υπερηχογραφήματος για την προσπέλαση του τρήματος καθώς και για την τοποθέτηση της «ομπρέλας» σύγκλεισης. Η προσπέλαση γίνεται από τη μηριαία φλέβα, από όπου τοποθετούνται οι καθετήρες στην καρδιά και γίνεται η προώθηση και τοποθέτηση της «ομπρέλας». Αφού ελεγχθεί ακτινοσκοπικά και υπερηχογραφικά η τοποθέτηση, γίνεται υπερηχογραφικός έλεγχος για την πλήρη σύγκλειση του τρήματος.
Όταν το αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό, οι καθετήρες απομακρύνονται και ο ασθενής παραμένει για παρακολούθηση 24 ώρες. Ο ασθενής παίρνει εξιτήριο 24 ώρες μετά την επέμβαση. Αφού τοποθετηθεί η «ομπρέλα» σύγκλεισης, ο ασθενής θα παραμείνει σε αντιαιμοπεταλιακή αγωγή για 4 μήνες, μέχρι την ενδοθηλιοποίηση τη συσκευής, με έναν επαναληπτικό διαθωρακικό υπέρηχο στο μήνα μετά την επέμβαση για επανέλεγχο.